διάβασε κι αυτό: Amorabilia
(Η συνέντευξη δόθηκε εις το διαμέρισμα της οδού Κύπρου 87, το πρωί της 4ης Οκτωβρίου 2025, παρουσία του ηχολήπτη Θ. Καπνιστού).
Το σπίτι του ζεύγους Δεληπέτρου βρίσκεται στην πλατεία Αμερικής, σε μια στενή γειτονιά με γλάστρες που κρέμονται (κάπως απειλητικά) από τα στενά μπαλκόνια και πλήθος γάτες καθισμένες στα καπό και τα μηχανάκια (στις σέλες τους). Γατομάνι.
Σε μια πολυκατοικία του '60 με ξεχαρβαλωμένο θυροτηλέφωνο και μια μισολιωμένη ψάθα για το σκούπισμα των ποδιών. Το ασανσέρ έτριζε, λες και ήταν έτοιμο να διαλυθεί. Όμορφο, γλυκό το φως του ήλιου που διαπερνούσε σε δέσμες το ημιδιάφανο τζάμι από το παράθυρο του διαδρόμου.
Χτύπησα το κουδούνι. Πίσω από την ξύλινη πόρτα με το "ματάκι" ένα ραδιόφωνο έπαιζε Σοφία Βέμπο. Με υποδέχτηκε η κυρία Δεληπέτρου, ντυμένη με ένα πρασινωπό φλοράλ φουστάνι. Χαριτωμένη στην όψη. Σαν πρώτη εξαδέλφη της Όλιβ του Ποπάι. Φιλική, ευγενική.
Καθίσαμε στο σαλόνι: καναπέδες μπορντό βελουτέ, σεμεδάκι στο τραπεζάκι, τασάκια μπλε μουράνο και ένα πορσελάνινο σκυλάκι τύπου Δαλματίας πάνω στο ράδιο-πικάπ Philips. Και στους τοίχους φωτογραφίες του μακαρίτη με τον μαρκαδόρο ή το λογοκριτικό ψαλίδι στο χέρι.
Ένα μισότρελο κανίς γάβγιζε ανελέητα στο μπαλκόνι του απέναντι.
Μια μυρωδιά κολόνιας λεβάντα πλανιόταν τριγύρω μας. Στον κότσο της είχε δεμένο ένα μαύρο κορδελάκι που ανέμιζε κάθε φορά που σκούπιζε ένα δάκρυ. Ήταν συγκινημένη.
Με κέρασε λικέρ τριαντάφυλλο, καφέ «τούρκικο» και κουλουράκια βουτύρου.
- Έτσι εκερνάγαμε και τους συναδέλφους του όταν συναντιούνταν εδώ, οι λογοκριταί, μου είπε με καμάρι και κάποια νοσταλγία.
-Υπήρχε και… συντεχνία; Κάτι σαν σωματείο λογοκριτών;
-Ονόμαζαν εαυτούς… πώς το ’λεγαν; ...α, ναι, Η Αδελφότης του Μαύρου Μαρκαδόρου". Είχαν και σφραγίδα... μια στρογγυλή σφραγίδα: ένα χέρι που γράφει με έναν τεράστιο μαρκαδόρο και γύρω γύρω κεφαλαία γράμματα με την ονομασία της αδελφότητας. Κι όταν έπιναν το ούζον τους, έκαναν πρόποσιν: «Εις τον μαρκαδόρο , εις το Έθνος!»
-Κι εσείς, ως σύζυγος, πώς τη βλέπατε αυτή την χαρωπή ομήγυρη των συναδέλφων του;
(χαμογελάει, δείχνει μια ανυπόκριτη υπερηφάνεια το ύφος της) -Εγώ, κύριε Νίκο μου, τους έβλεπα σαν αγίους με μαρκαδόρο στο χέρι. Καλοί άνθρωποι, αλλά με.. μελάνι αντί για αίμα μέσα τους. Έμπαιναν στο σπίτι και μύριζε ο χώρος Pelikan και Stabilo Boss. Έλεγα από μέσα μου: «Δε βαριέσαι, καλύτερα μαρκαδόρος, παρά κρασί, τζόγος και γυναίκες» Κι έκανα το σταυρό μου... να τον έχει ο Θεός καλά (σταυροκοπιέται με επιμέλεια).
-Κυρία Τιμολάου,πώς βρήκε ο σύζυγός σας αυτή τη δουλειά; Όχι, ασφαλώς, από τις μικρές αγγελίες...
-Αχ, το ’χε στο αίμα του!(σταυρώνει τα χέρια της, κοιτώντας το μουράνο τασάκι, αναπολεί) Μια μέρα, εκεί που καθόταν στο καφενείο και μαύριζε με το στιλό του το στήθος της Τζέιν Μάσφιλντ στο πρωτοσέλιδο της Απογευματινής έτυχε να τον δουν κάτι κύριοι που εργάζονταν στο Υπουργείο Προεδρίας της Κυβερνήσεως. «Ούτος είναι ένας πραγματικός καλλιτέχνης!» αναφώνησεν ο εις εξ αυτών. Ε, δεν ήθελε και πολύ. Τα πράγματα πήραν τό δρόμο τους. Τσουπ, διορίστηκε. Τι να λέμε τώρα!
-Ο μακαρίτης ήταν (εκτός των άλλων) και λογοκριτής κόμικς. Τι ακριβώς λογόκρινε;
-Α, ο σύζυγός μου ήταν άνθρωπος των ηθών... (κοιτάζει διαγώνια το ταβάνι, σαν να βλέπει το μακαρίτη στον ουρανό, χαμογελάει αδιόρατα)...έκοβε ό,τι ήταν επικίνδυνο για τη νεολαία: βία, έρωτες, ακόμα και υπερβολικά χαμόγελα.
- Δηλαδή θεωρούσε ότι τα κόμικς διαφθείρουν;
-Φυσικά. Όπως έλεγε: «Διαβάζει το παιδί Μπάτμαν σήμερα, αύριο θα γίνει νυχτερίδα!» Έπρεπε να προλάβουμε το κακό, κύριε Νίκο μου.
-Από τα ελληνικά κόμικς; Τι θυμάστε;
-Τα "Κλασσικά Εικονογραφημένα"! Σωτήρια έκδοση. Μαθαίνανε τα παιδιά "Ιλιάδα" και "Οδύσσεια" χωρίς να κουράζονται. Βέβαια, ο άντρας μου έκοβε μερικές σκηνές… Ο Οδυσσέας, επί παραδείγματι, σουλατσάριζε στο νησί της Καλυψούς σχεδόν γυμνός, ξεβράκωτος.Έπρεπε κάποιος να τον συμμαζέψει!
-...τον Οδυσσέα; Μα αφού ήταν ναυαγός! Με... κουστούμι και γραβάτα θα τον σχεδίαζε ο καλλιτέχνης;
-Η ευπρέπεια των σκίτσων ήταν ουσιαστική προϋπόθεση για τον Τιμόλαο!
-Κυρία Δεληπέτρου, πείτε μας για τις συνθήκες δουλειάς του συζύγου σας.
-Ηράκλειος ο μόχθος του. Καθόταν ώρες ατελείωτες με τον μαύρο μαρκαδόρο στο χέρι, σβήνοντας μπούτια, απρεπή στόματα, γοβάκια και χαμόγελα που υπονοούσαν αμαρτία, κακόφημες λέξεις και τα τοιαύτα. Έφτασαν τα δάχτυλά του να πάθουν χρόνια καρουμπαλίαση*…είχε μάλιστα χαρτί από το ΙΚΑ, με σφραγίδα, που έλεγε επαγγελματική βλάβη λόγω επαναλαμβανόμενης χρήσεως μαρκαδόρου και ψαλιδίου. Το ’χω ακόμα στο συρτάρι (στρέφει το βλέμμα της προς το συρτάρι του μπουφέ). Αν θέλετε να σας το φέρω..
...-όχι μην σας βάζω σε κόπο, δεν χρειάζεται!
-... κάθε βράδυ μού έδειχνε τους κάλους στα δάχτυλά του λες κι ήταν μετάλλια τιμής.
-Και τι έγινε όταν δεν μπορούσε πια να κρατήσει τον μαρκαδόρο; Τον απέλυσαν;
-Ευτυχώς όχι! (λέει και φωτίζει το πρόσωπό της, ξαναζεί τις στιγμές που περιγράφει) Το Κράτος (ως όφειλε, άλλωστε) τον προστάτεψε. Τον μετέθεσαν στο τμήμα περιπτέρων. Εκεί, έκανε το πιο δύσκολο καθήκον: παρίστανε ότι διάβαζε τις εφημερίδες που κρέμονταν στα μανταλάκια, ενώ στην πραγματικότητα έβλεπε ποιοι μικροί ξεφύλλιζαν κόμικς στα κρυφά. Είχε το βλέμμα του γερακιού! Ήταν, όμως, και επικίνδυνη δουλειά... μια φορά παραλίγο να τον πατήσει ένα τρόλεϊ, καθώς προσπαθούσε να παρακολουθήσει ένα παιδί που είχε αγοράσει Καρδιοχτύπι... αλλά ευτυχώς δεν έγινε το κακό (αφήνει ένα αναστεναγμό ανακούφισης... Ουφ!).
-Και πώς ένιωθε για αυτή τη μετάθεση;
-Στην αρχή στενοχωρήθηκε. «Εγώ γεννήθηκα για το μαρκαδόρο και το ψαλίδι, όχι για το μανταλάκι» έλεγε. Ήθελε να φαίνεται δυνατός… μα το βράδυ… άκουγα τα βογγητά του στον ύπνο… E! Μετά, λίγο λίγο, το συνήθισε.
-Στη χούντα είχε πολλή δουλειά, φαντάζομαι;
-Ήταν στις επάλξεις. Έσβηνε ό,τι μπορούσε να εκληφθεί ως υπαινιγμός. Δούλευε ασταμάτητα!.. (εδώ κάνει παύση· σκουπίζει τα μάτια της, ακούγεται ο τοίχος της πολυκατοικίας να τρίζει από το ασανσέρ που περνά). Μαρκαδόριζε και ψαλίδιζε τα πάντα. Ένα συννεφάκι στραβό, τσακ! το ’κοβε. Ένα βλέμμα πονηρό, τσακ! Μαύρο. Ένας Αστερίξ να τρώγει αγριογούρουνον με βλέμμα ύποπτον; Κατευθείαν το ψαλίδιον. Μια ατάκα που είχε πολιτική χροιά; Ψαλίδι αμέσως. «Ελεονώρα,άνευ εμού, η επανάστασις θα εγίνετο διά του Αστερίξ», έλεγε. Κι εγώ του απαντούσα: «Καλά τα λες Τιμόλαε, αλλά φάε και καμιά μπάμια».
-Και στη δεκαετία του ’70; Τι έκανε τότε ο σύζυγός σας;
-Α, δύσκολα χρόνια. Πολλά, πάρα πολλά τα έντυπα στα περίπτερα. Ο άντρας μου φορούσε το πιο αυστηρό του ύφος και έσβηνε οτιδήποτε μπορούσε να θεωρηθεί υπαινιγμός. Μάλιστα, είχε καημό, που δεν του αναγνώριζαν την προσφορά του στο έθνος: «Αν δεν ήμουν εγώ, το Μικρό Σπίτι στο Λιβάδι θα γινόταν ορμητήριο αναρχικών».
-Στα ’80s, με περιοδικά όπως η Κολούμπρα, η Πράσινη Γάτα, το Παραπέντε και η Βαβέλ, πώς αντέδρασε;
- Α, ο καημένος! Έλεγε πως το Παραπέντε ήταν "χειρότερο κι από φυλλάδιο τρομοκρατικής οργάνωσης". Το διάβαζε ο συγχωρεμένος φορώντας γάντια και ιατρική μάσκα, για να μην μολυνθεί. Κι εγώ τον ρωτούσα: «Μα γιατί τότε το φέρνεις σπίτι;» Κι έλεγε: «Για μελέτη, Δωροθέα μου, για μελέτη!»
-Και στα ’90s;
-Εκεί πια είχε γίνει… καθηγητής, προφεσόρος. Είχε πιάσει να εξηγεί στα εγγόνια μας γιατί ο Ντόναλντ είναι επικίνδυνος. «Παιδιά μου, βλέπετε τα χάλια του; Δεν φοράει παντελόνι ο ξεδιάντροπος! Από κάτι τέτοια και κάτι άλλα ξεκινάει η παρακμή». Είχε μάλιστα έτοιμο υπόμνημα να στείλει στο Υπουργείο Παιδείας: «Προτείνω ο Ντόναλντ Ντακ να αποκτήσει βερμούδα.»
-Ως πατήρ;
-Φρουρός της ηθικής. Έπιασε το παιδί να έχει κρυμμένο μέσα σε ένα Προς την Νίκην** ένα Αστερίξ. Έμεινε άναυδος. «Θέλεις να γίνεις και συ αναρχοβάρβαρος Γαλάτης, να εκσφενδονίζεις Ρωμαίους και να κουβαλάς μενίρ"; το ρώτησε. Και το έβαλε να διαβάσει φωναχτά εννιά φορές τη "Υπερμάχω στρατηγώ τα Νικητήρια"!..
-Εκτός από αυτά που λογόκρινε, στον ελεύθερο χρόνο του διάβαζε τίποτε άλλο;
-Βεβαίως και διάβαζε. Ήταν μέγας φιλαναγνώστης...
-Και τι του άρεσε να διαβάζει ;
(παίρνει ένα ύφος απόλυτης επιδοκιμασίας για τις αναγνωστικές επιλογές του μακαρίτη Τιμολάου) -Οδηγίες χρήσεως! Είχε φάκελο με «Οδηγίες ηλεκτρικής σκούπας 1962-1985». Έλεγε: «Εκεί δεν υπάρχουν καρικατούρες, μόνο καθαρή αλήθεια».
-Αν δεν ήταν λογοκριτής, τι θα ήταν;
-Καρδιοχειρουργός! Ο Δόκτορ Μπάρναρντ σωστός! Η ίδια ακρίβεια, το ίδιο ψαλίδι, απλώς σε άλλο κορμί. Είχε το χέρι σταθερό — μέχρι που ήρθε η καρουμπαλίαση.
-Α! Και κάτι τελευταίο! Διαβάσατε ποτέ κόμικς, είχατε κάποια προτίμηση;
-Ναι Σε ένα τεύχος των Κλασσικών Εικονογραφημένων, που μου είχε χαρίσει ο Τιμόλαος με τα ίδια του τα χέρια...
-... και πιο ήταν αυτό; αν δεν γίνομαι αδιάκριτος...
-... το Άννα Καρένινα! (χαμογελάει ντροπαλά, χαμηλώνοντας το βλέμμα της) Αλλά, φευ, είχε κόψει όλα τα φιλιά, τους εναγκαλισμούς και τα σιδηροδρομικά δυστυχήματα. Είχε μείνει η Καρένινα να πλέκει. Μου είπε: «Τώρα είναι ασφαλές να το διαβάσεις»!
Στο δρόμο της επιστροφής για το σπίτι μου, κατηφορίζοντας με το μετρό για Πειραιά (κρατώντας ακόμη στο στόμα την γλυκερή επίγευση από το κείνο λικέρ τριαντάφυλλο) σκεφτόμουν πως απορρόφησε διαμιάς η νέα τεχνολογία το επάγγελμα του Τιμολάου Δεληπέτρου και των ομοίων του. Δεν χρειάζονται πια ψαλίδια και χοντροί μαύροι μαρκαδόροι. Ο αλγόριθμος κάνει τη δουλειά μόνος του. Σβήνει, θάβει, εξαφανίζει. Σβήνει τα «ανάρμοστα» πριν καν τα δει ο αναγνώστης. Έτσι ούτε φωνές, ούτε φασαρίες. Μόνο σιωπή… πολύ πιο κομψή μορφή λογοκρισίας.
Από το μαρκαδόρο και το ψαλίδι του ’60 στο μανταλάκι του περιπτέρου, κι από εκεί στο scroll του κινητού. Ο μακαρίτης, αν ζούσε, θα καμάρωνε. Θα έλεγε: «Δωροθέα μου, η λογοκρισία έγινε πια τέχνη. Ούτε φαίνεται, ούτε ακούγεται. Κι όμως, υπάρχει!».
ΤΗΕ ΕΝD
*Syndroma caroumbaliosiosis chronica digitorum manus dextrae (Χρονία καρουμπαλίασις δακτύλων δεξιάς χειρός): "Πρόκειται περί επαγγελματικής παθήσεως απαντώσης κυρίως εις λογοκριτάς, επιμελητάς εκδόσεων και εν γένει εργάτας της μελάνης. Εκδηλούται δι’ υπερτροφικών εξογκωμάτων επί των φαλαγγών, ως αποτέλεσμα μακροχρονίου χρήσεως μαρκαδόρου ή ψαλιδίου. Συμπτώματα: Ακαμψία δακτύλων, πόνος κατά την νυκτερινήν ανάπαυσιν, πλήρης αδυναμία χειροποίητης ερωτικής αυτοϊκανοποιήσεως" (μετάφρασις εκ του λατινικού).
**Προς την Νίκην: Χριστιανούτσι περιοδικό. Εκδότης του η παραθρησκευτική αδελφότης θεολόγων «Ο Σωτήρ». Πουλιόταν στα Δημοτικά σχολεία, από τάξη σε τάξη, με φορτικό τρόπο (δεν σου επιτρεπόταν να πεις όχι). Σύμφωνα με τη Βικιπαίδεια: "Το περιοδικό έχει συγκεντρώσει την κριτική του Τύπου πολλές φορές, κυρίως για το περιεχόμενό του, αλλά και για τις πρακτικές διάδοσής του στα σχολεία. Το 2005, χαρακτηρίστηκε από δημοσιογράφο της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας ως "χριστιανική προπαγάνδα σε σχολεία"".
Γι αυτό το τόσο αποκαλυπτικό ντεκολτέ ο μακαρίτης θρυλείται πως χάλασε περί τους 3 θεόχοντρους μαρκαδόρους...
Πριν και μετά το "ψαλίδισμα" του... κυρίου Τιμολάου. Μαρτυρία από την Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Ελληνικών Κόμικς.
Σελίδα από ιατρικό εγχειρίδιο του 19ου αιώνα, όπου καταγράφεται η πάθηση Syndroma caroumbaliosis chronica digitorum manus dextrae (Χρόνια καρουμπάλιαση δακτύλων δεξιάς χειρός).
Οι ξυλοδαρμοί των Ρωμαίων ήταν... ένα θέμα για τον αείμνηστο Τιμόλαο Δεληπέτρου.
Στίχοι που κόπηκαν από την "Αρμοδίαν Επιτροπήν"...
Η Άννα, εκτός από το να μπλέκει σε μπελάδες, ήξερε και να πλέκει πουλόβερ, σε διάφορα χρώματα...
Ο κύριος Τιμόλαος είχε βάλει στο μάτι τον Reiser...
...στο μάτι, όμως, είχε βάλει ο μακαρίτης και κάτι πονηρές γελοιογραφίες που δημοσίευε το περιοδικό Θαυμάσιο.
Η Σοφία Λόρεν ενώ κοιτάζει (επικριτικά;) το ντεκολτέ της Τζέιν Μάσφιλντ. Χάρη στη Τζέιν και το πληθωρικό στήθος της βρήκε, όμως, τον επαγγελματικό του προσανατολισμό ο Τιμόλαος Δεληπέτρου. Της άναβε κεράκι κάθε βράδυ, τη φωτό της την είχε μέσα στο εικονοστάσι του..
Αμ ο Edica? Τι ρομαντικά δείπνα! Φτερνίστηκε η ξανθιά κι έμεινε η... μισή!