Μα το θεό των ταπεινών γραφιάδων δεν το φανταζόμουνα ποτέ πως θα βρισκόμουν ποτέ στη θέση να εξηγήσω το ποιος είναι ο Μποστ.
Αλλά να που χρειάζεται.
Ο Μποστ ήταν (μεταξύ των άλλων) ο μπαμπάς του ηθοποιού Γιάννη Μποσταντζόγλου.
Διάσημος γελοιογράφος στην εποχή του, με χαρακτηριστικό σκίτσο κι ακόμα χαρακτηριστικότερο ύφος γραφής (όπου η επιτηδευμένη ανορθογραφία έδινε κι έπαιρνε). Αριστερόστροφος στο φρόνημα.
Όταν του πήρα τη συνέντευξη ήταν προ πολλού φτασμένος, μάλλον τον πέτυχα στη δύση του [δεν παρήγαγε καινούργια πράγματα, ήταν απασχολημένος κυρίως με το να ζωγραφίζει (με το ιδιότυπο ύφος του) κεραμικά και λαϊκότροπα κάδρα, τα οποία μπορούσε να αγοράσει κανείς από ένα κατάστημα δώρων που διατηρούσε εκεί, ψηλά, στην Ομήρου]. Ήταν ένας εξηντάρης (γέρος με τα μέτρα της εποχής), κάπως βαριεστημένος, λίγο γκρινιάρης. Συμπαθητικός.
Δέχτηκε να μου δώσει τη συνέντευξη με την προϋπόθεση πως δεν θα αποκάλυπτα την ταυτότητά του. Κι έτσι έγινε. Άρα δεν τον ενδιέφερε η προβολή του ονόματός του, αλλά η προβολή της άποψής του.
Βρεθήκαμε στο σπίτι του (κάπου στο Κουκάκι, αν θυμάμαι καλά). Ήταν ένα όμορφο σπίτι, λιτά διακοσμημένο, αλλά κάπως εγκαταλειμμένο στη φθορά του χρόνου (όπως και το δικό μου τώρα πια). Προφανώς επιλογή του (όπως και δική μου επιλογή για τα του οίκου μου). Καθίσαμε σε κάτι ξύλινες σκαλιστές πολυθρονίτσες, Σκυριανές ίσως. Ήπιαμε καφέ "τούρκικο" (έτσι έλεγε τον "ελληνικό") και καπνίσαμε του καλού καιρού (λες και δεν ... υπήρχε αύριο).
Η συνέντευξη έκανε αίσθηση στον κύκλο των γελοιογράφων, συζητήθηκε. Ο Αρχέλαος κατάλαβε ποιος ήταν ο συνεντευξιαζόμενος, μου το 'πε με το καλημέρα!
- Ο Μέντης, ε;
Μέντης Μποσταντζόγλου το όνομά του το μικρό και το μεγάλο. Το Μποστ ήταν το καλλιτεχνικό του.
Από αυτή την απομαγνητοφωνημένη "stereo" πολυτονική συνέντευξη αναδημοσιεύω κάποια σημεία της, αυτά που θεωρώ πως έχουν μια ιδιαίτερη αξία ως μαρτυρίες. Αν θέλετε να τη διαβάσετε όλη αναζητείστε τη στις σκαναρισμένες από τη ΚΟΛΟΥΜΠΡΑ σελίδες στο τέλος του δημοσιεύματος.
[...]
-Πως άρχισαν όλα αυτά;
-Το "κακό" ξεκίνησε με το "Θησαυρό" του Παπαγεωργίου, που από τη μια στιγμή στην άλλη ανέβηκε στα ύψη. Μεγάλη εκδοτική επιτυχία! Όχι γιατί ήτανε καλύτερο από τα άλλα περιοδικά, αλλά γιατί βρέθηκε με χαρτί μπόλικο, κι έτσι μπόρεσε να καλύψει τις ανάγκες κυκλοφορίας του. Τότε, μετά τον πόλεμο, το χαρτί ήταν δυσεύρετο, πολύ σπάνιο. Τυχερή ήταν που λες. Τότε άμα είχε χαρτί ήσουν πλούσιος.
-Οπότε;
-...οπότε πέρασε αυτό το στυλ περιοδικού και οι εκδότες βρήκαν την πανάκεια του "Θησαυρού". Άρχισαν, λοιπόν, να μελετούν το πράγμα, να το βάζουν χάμω, να το εγχειρίζουν και να λένε: Έπιασε ο "Θησαυρός"; Θα βγάλουμε κι εμείς ένα άλλο "Θησαυρό"! [...] Σκέτη αντιγραφή δηλαδή.
-Πως βρίσκατε δουλειά εσείς οι γελοιογράφοι τότε;
-[…] Πως γινότανε, τότε, άμα ήθελε κάποιος να γίνει γελοιογράφος; Έ, ξέρω… γω! Πηγαίνανε οι ίδιοι οι ενδιαφερόμενοι στα μαγαζιά που προσφέρανε εργασία και βαστάγανε τσίλιες στο θυρωρείο του περιοδικού και μόλις έσκαγε μύτη ο εκδότης του φορτώνονταν να δει τα σχέδιά τους και να τους πει. Κάπου έπρεπε να τα δείξουν. Που να τα δείξουν, στο μηχανουργείο της γειτονιάς τους;
[...]
-Ποιος τις εμπνέονταν τις «ερεθιστικές» γελοιογραφίες, ο γελοιογράφος ή ο ιδιοκτήτης του περιοδικού;
-[…] Ήταν κι οι ίδιοι οι εκδότες που δίνανε τη γραμμή και οι οποίοι καθοδηγούσαν το γελοιογράφο. Του λέγανε φτιάξε μου μπούτι ή πως αλλιώς το λέγανε, ο άλλος έφτιαχνε μπούτι. Ο Παπαγεωργίου ο εκδότης θυμάμαι, που μούκανε κουβέντα ένας συνάδελφος, στο ζήταγε στα ίσα. Πήγα, λέει, στο περιοδικό (ΘΗΣΑΥΡΟΣ), τούδωσα μια γελοιογραφία, την κοιτάζει αυτός κι ύστερα γυρνάει και μου λέει: «Μ’ αυτήνε χύνεις εσύ;» Στα ίσα! «Κάντηνε μωρέ πιο αυτό, να χύσει ο άλλος»! Τέτοια ήθελε ο άνθρωπος, γιατί τέτοια θέλανε και οι αναγνώστες του. Αυτό ήτανε το κοινό του! Κι έπρεπε πάσει θυσία να το τροφοδοτήσει με μπούτια, γάμπες και κώλους. Και σεμνός να είναι ο καλλιτέχνης, όταν πάει για δουλειά κι έχει ανάγκη, πρέπει να πάει με τα γούστα του αφεντικού, άμα θέλει να πληρωθεί και να μην ψοφήσει της πείνας. Τι έπρεπε δηλαδή να του πει εκείνη την ώρα; «Μα, τι λέτε, δεν γίνονται αυτά», η Τέχνη και φούμαρα περί διαστροφής του κοινού; «Άντε να πεινάσεις» θα του πει κι ο άλλος, αν δεν τον στείλει και στο διάολο! Έτσι δεν γίνεται και στο θέατρο; […]
-Στο ίδιο πνεύμα, στο αυτό μήκος κύματος δεν ήσαν και οι... πατρίς, θρησκεία, οικογένεια πολιτικές εφημερίδες της εποχής; Η ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ λόγου χάρη...
- [...] Βέβαια, τι θέλανε όλα αυτά τα εξώφυλλα με τις ξεβράκωτες και τους γαργαλιστικούς τίτλους; Και το "κορίτσι της ημέρας" που βάζει η «Απογευματινή»; Τι το βάζει… για να μας δείξει τη «Μπάρμπαρα» που κρυώνει; Ε, και δεν πάει να κρυώνει, τι μας κόβει εμάς! Αυτές τις βλακώδεις λεζάντες που βάζει από κάτω «Η Μπάρμπαρα κρύωσε!», και να σου κάθε μέρα από μια (Μπάρμπαρα), γιατί σου λέει πρέπει να πιάσουμε και τους μαλάκες – δεν είναι και λίγοι εδώ που τα λέμε – να μην τους χάσω από πελάτες! Πως τα κρατάει νομίζεις εκατό χιλιάδες φύλλα ο Μπότσης (σ.σ. εκδότης της Α);
-Ήσαν γελαστικές οι «ερεθιστικές» γελοιογραφίες;
- Όχι, όχι, γέλιο δεν τραβάγανε αυτές οι γελοιογραφίες. Τα σώψυχα του κοσμάκη ικανοποιούσαν μόνο. Γιατί, όπως και να το πάρεις το πράγμα, τι το αστείο μπορεί να έχει ένα «κολλητήρι» μέσα στο τραμ; Κανένα! Πρόσεξε όμως! Το «κολλητήρι» δεν γινότανε τότε μόνο στις γελοιογραφίες, αλλά και στην πραγματικότητα. Αυτά τα κατάλοιπα της σαρκικής πείνας που σας έλεγα παραπάνω. Ο άντρας την έβγαζε τότε με το «τρίψιμο» και το «μάτι». Έτσι ικανοποιούταν. Όχι βέβαια όλοι, αλλά και κείνοι που το βλέπανε (στις γελοιογραφίες) πολύ τους άρεσε η «ιδέα». Ο φόβος ήτανε μόνο που τους κράταγε. Κατά τ΄άλλα θεωρούσαν πολύ φυσικό ν’ απλώνουνε το χέρι τους στα μουλωχτά και να τσιμπήσουν ένα γυναικείο πισινό […] Μόνο όταν συνοδεύανε τη γυναίκα τους ή την κόρη τους αλλάζανε βιολί! Γινόντουσαν οι στυλοβάτες της οικογενειακής ηθικής! […] Τότε ορισμένοι τύποι "κάνανε τη ζωή τους" μέσα στο τραμ. Μπαίνανε μάλιστα και ξεκούμπωτοι, μέσα στο συνωστισμό, κανείς δεν τους έπαιρνε χαμπάρι, αλλά και σήμερα σάμπως πάμε καλύτερα; Βλέπετε κάθε τόσο στις εφημερίδες: "Βιασμός δεκαπεντάχρονης", "Βιασμός δεκαοκτάχρονης", συνέχεια. Οι βιασμοί δίνουν και παίρνουν σήμερα. Και το άλλο βία ήτανε; Όχι αγαπητέ μου, όσο κι αν σας φαίνεται παράξενο δεν ήταν βία! Ήταν μια ερωτική σχέση. Ένα είδος ερωτικής σχέσης, η οποία άρχιζε μέσα από το τραμ και τελείωνε μέσα στο τραμ. [...]
-Πιστεύετε πως υπάρχει κοινή αντίληψη για τις… σόι γελοιογραφίες. Αυτό που αρέσει σε μας αρέσει το ίδιο και στους άλλους;
-[..] Τα γούστα του καθένα είναι διαφορετικά. [...] Αυτό που νομίζεις εσύ πατάτα, για κάποιον άλλον είναι κάτι σπουδαίο. Διαβάζω το Χριστοδούλου να πούμε και λέω τι μαλακίες λέει ο άνθρωπος, αλλά εκεί το κόβω. Γιατί τόσα χρόνια είναι ο πρώτος. Τον ξέρει η μισή Ελλάδα, για να μη σου πω όλη. Τον ξέρουνε τέσσερα εκατομμύρια Έλληνες. Και οι πιο πολύ νομίζουν πως ο Χριστοδούλου είναι το απόσταγμα του χιούμορ. Διότι σου λέει αυτός πιάνει τα κοινωνικά, δεν μ΄ενδιαφέρει ο Κυριακόπουλος (ΚΥΡ) ή οι πολιτικές αιχμές που πετάει ο Μητρόπουλος.
-Είναι του γούστου σας κάποιος από τους γελοιογράφους μας;
-Τον παραδέχομαι το Μητρόπουλο! Είναι Αθηναίος! Είναι βέβαια λεζάντα, αλλά τσίφτης. Ο Ιωάννου, τώρα τελευταία έχει βγει, καλός είναι και του κάνουνε προβολή πρώτη σελίδα και καλά κάνουνε δηλαδή, το αξίζει ο άνθρωπος. Ο Βαγγέλης ο Παυλίδης άριστος σχεδιαστής, το χιούμορ του όμως δεν το πιάνω. Ο Κυριακόπουλος (ΚΥΡ) πετάει μπηχτές, καρφωτές που λένε, είναι κάτι καινούργιο. Εκείνος κάνει κόμικς, εσείς που ασχολείστε κιόλας, πολιτικά κόμικς, εβδομαδιαία.
[...]
-Από την παλιά φουρνιά γελοιογράφων (Αρχέλαο, Χριστοδούλου, Πολενάκη, Παυλίδη, Γάλλια, Αναστόπουλο, Μακρή, Καστανάκη) ξεχωρίζετε κάποιον;
-Ο Παυλίδης ήτανε ο πιο καλός τους. [...] Για τον Παύλο Παυλίδη μιλάμε τώρα, ο οποίος εξαφανίστηκε εδώ και καιρό., μάλλον θα πέθανε...
-Όχι, ζεί!..
Ζει; Α, μπράβο, μπράβο! Και μένει ακόμα κάτω στο Πασαλιμάνι; Και είναι άρρωστος; Ω, τον φουκαρά! Κρίμα! Για μένα πάντως ήταν ο πιο ωραίος γελοιογράφος [...] Είχε μια ευχέρεια να γεμίζει την εικόνα του με πεντακόσια πρόσωπα! Και όχι στο άσχετο. Το καθένα έπαιζε το ρόλο του μέσα στη σύνθεση. Έχει για παράδειγμα εκείνη την "Άφιξη του Ολύμπιον" με τους Ελληνο-Αμερικάνους και δείχνει φοβερά πράγματα ο άνθρωπος. Θέλεις μισή ώρα με το ρολόι για να την προσέξεις αυτή τη γελοιογραφία. Είναι ένας που αγκαλιάζεται, ένας άλλος με τη ρεπούμπλικα και τα δολάρια που περισσεύουν από το μπορ, ένα παιδάκι που κάνει τσίσα του, ένας ταξιτζής που τσακώνεται, ιστορία ολόκληρη.
[...]
-Πέστε μας κάτι και για το ΤΡΑΣΤ ΤΟΥ ΓΕΛΙΟΥ...
-Ήτανε μια προσπάθεια, τέλος πάντων, να μην τα τρώνε όλα οι εκδότες. "Στάσου να φάμε κι εμείς" είπανε (οι γελοιογράφοι), αλλά δεν είχε μεγάλη κυκλοφορία, σταμάτησε αυτό το πράγμα. Είχε φτάσει μέχρι τριάντα χιλιάδες φύλλα κυκλοφορία η αλήθεια, αλλά τι να σου κάνει το έρμο, δεν έβγαινε. Τέτοια περιοδικά που είναι είκοσι οι θέλοντες να φάνε δεν βγαίνουν βέβαια με καμιά κυβέρνηση. Από ένα χιλιάρικο να έπαιρνε ο καθένας, ήτανε πολλά για το περιοδικό. Κι έτσι, μετά από κάνα-δυό χρόνια κυκλοφορίας, έκλεισε. Τι σούλεγα..;
-Για το ΤΡΑΣΤ ΤΟΥ ΓΕΛΙΟΥ που... ξέμεινε από βενζίνη...
-Α, για το "Τραστ"... ναι! Θυμάμαι, τότε, που λέγανε το τι προσφορά είχανε σε σκίτσα. Σκίτσα αναγνωστών με το τσουβάλι. Χιλιάδες σκίτσα. Χιλιάδες γελοιογραφίες! Τη στήλη την είχε, τότε, ο Αρχέλαος και παρήλασε η μισή Ελλάδα από το "Τραστ του γέλιου". Όλοι θέλανε να γίνουνε γελοιογράφοι! [...]
-'Ολοι;
-'Ολοι εκτός από ένα! αναφώνησε από το πουθενά η (απανταχού παρούσα) γιαγιά Πλατή.
-Και ποιος ήταν αυτός ο ένας, για να έχουμε κι ένα καλό ρώτημα;
-Μα ποιος άλλος, βρε ανεπρόκοπε εγγονέ; Ο Παπαγεωργίου, ο εκδότης του ΘΗΣΑΥΡΟΥ. Αυτός απλώς τους έβαλε όλους στην πρίζα και όλη η Ελλάδα βρέθηκε να παράγει γελοιογραφίες;
-Άρα του χρωστάμε κάτι σαν... άγαλμα σε κεντρική πλατεία;
-Φυσικά! Έχεις λόγους να αμφιβάλλεις γι αυτό Νικόλαε;
-Για να είμαι ειλικρινής γιαγιάκα ομολογώ πως όχι!
-Α! είπα κι εγώ!
Η έκπληκτη σύζυγος: - Ακόμα να δέσεις το παπούτσι σου Ανάργυρε; Δίχρωμη "ερεθιστική" γελοιογραφία του Μιχάλη Γάλλια, από το περιοδικό ΘΗΣΑΥΡΟΣ.
Κι αμέσως μετά μια άλλη έκπληκτη σύζυγος, αυτή τη φορά σχεδιασμένη με το πενάκι του Παύλου Παυλίδη, μέσα από τις σελίδες του περιοδικού ΡΟΜΑΝΤΣΟ. Ο... μουρντάρης αυτή τη φορά δεν λέγεται Ανάργυρος, αλλά Γεράσιμος. Και χαζεύει τα... λουλούδια του γείτονα.
Και, τέλος, μια "ερεθιστική" γελοιογραφία του Βασίλη Χριστοδούλου σε μια ιδέα πολυπαιγμένη. "Μουρντάρης" λουόμενος σπεύδει να σώσει όχι αυτόν που φωνάζει ο έρμος "βοήθεια πνίγομαι", αλλά την πιο όμορφη της πλαζ (η οποία δεν δείχνει να ενοχλείται που βρέθηκε έτσι στα καλά καθούμενα στην αγκαλιά ενός αγνώστου)...
Ανατροπή της προβλέψιμης σωτηρίας. Πήγε ο κύριος... Αναξίμανδρος να σώσει τη θεά κοπελάρα, αλλά τον πρόδωσε η ηλικία του και κατέρρευσε επί τόπου ο τάλας. Οπότε τον έσωσε η κοπέλα. Δυστυχώς γι αυτόν ήταν λιπόθυμος όταν τον πήρε στην αγκαλιά της... Τι ωραία σχεδιασμένη γελοιογραφία. Για τα μέτρα της εποχής πάνω από Manara από ερεθιστικής απόψεως (το εννοώ, δεν υπερβάλλω). Παύλος Παυλίδης φυσικά (από το ΡΟΜΑΝΤΣΟ και πάλι, από ένα τεύχος του 1957).
Από το εβδομαδιαίο περιοδικό ΘΕΑΤΗΣ (Πάσχα του 1960). Και Βασίλης Χριστοδούλου.
Στημένη φωτό. Εγώ και ο συνεντευξιαζόμενος γελοιογράφος υποτίθεται. Και με χαρτοσακούλα του μανάβη στο κεφάλι για να μην αναγνωρίζεται. Στην πραγματικότητα ο χαρτοσακουλιασμένος είναι ο ίδιος εκδότης της ΚΟΛΟΥΜΠΡΑ (με γραβάτα που δανειστήκαμε από τον κουρέα απέναντι, σημείο αναφοράς, ωστόσο, πως οι γελοιογράφοι τότε φορούσαν όλοι τους γραβάτα).
Μποστ (1918-1995): Γελοιογράφος και σατυρικός θεατρικός συγγραφέας. Σπουδαίος καλλιτέχνης. Πρωτότυπος, ευφυής, σαρκαστικός στο έπακρο, κωμικός με φινέτσα. Είναι αυτός που λανσάρισε στην Ελλάδα την κόμικς-γελοιογραφία (ο ΚΥΡ, όμως, την καθιέρωσε). Στις αρχές του ’60 ασχολήθηκε περιστασιακά και με το «ελαφρολαϊκό» τραγούδι: σ’ αυτή την περίοδο έγραψε και τους στίχους για το ΟΙ ΝΕΚΡΟΘΑΦΤΕΣ (μουσική Γιάννη Μαρκόπουλου-ερμηνεία Γιώργου Ζωγράφου). Τον γνώριζα ήδη όταν του πήρα συνέντευξη για την ΚΟΛΟΥΜΠΡΑ.
ΟΔΟΣ ΑΙΟΛΟΥ: Κόμικς υπερ-γελοιογραφία του Μέντη Μποσταντζόγλου. Το ναυτάκι στο κάτω μέρος της σύνθεσης είναι ο ΠΕΙΝΑΛΕΩΝ, ένας από τους σταθερούς κωμικούς ήρωες των κόμικς-γελοιογραφιών του.
Ω! Τι σύμπτωσις, δεσποινίς Κικίτσα!... Περαστικός ήμουν και σας είδα! Καλοκαιρινή γελοιογραφία του Π. Παυλίδη (ΡΟΜΑΝΤΣΟ, 1961). Προσέξτε πόσο λιτή (αλλά και πόσο παραστατική) η γραμμή του (ιδίως εκεί στις καμπύλες των μοιρών της Κικίτσας).
Ένας άγνωστος που φυσάει και ξεφυσάει πάνω στην κυρία με το κόκκινο φόρεμα. Του Παύλου Παυλίδη, περιοδικό ΡΟΜΑΝΤΣΟ 1962 (πασχαλινό τεύχος, εορταστικό)
Κι ένας... αλεξιπτωτιστής κομάντο με μαγιό! Του Αρχέλαου από το ΡΟΜΑΝΤΣΟ.
... αλλά κι ένας ακροβάτης "ματάκιας" τάχα υπνοβάτης!
κι ένας... καλτσοκυνηγός πόντων!
Είναι προφανές! Και η παραμικρή υπόνοια θηλυκής σάρκας προκαλεί ρίγη υστερίας στους γελοιογράφους και τους αναγνώστες λαϊκών εντύπων εποχής '50-70!
Α! Και το τετρασέλιδο της ΚΟΛΟΥΜΠΡΑ με τη συνέντευξη του Μποστ. Σε πολυτονικό σύστημα (με ψιλές, δασείες, περισπωμένες και δοτικές).