To όνομά του "Μπλεκ". Είναι το σκίτσο ενός ξανθού, πολύ δυνατού ρωμαλέου άντρα, με αδρά περιγράμματα και όχι και... τέρας ευφυΐας. Στο κεφάλι του φορά, χειμώνα-καλοκαίρι, ένα γούνινο καπέλο με ουρά ρακούν. "Ζει" πλάνητας στη Βόρεια Αμερική, κατά τη διάρκεια του 7χρονου εκείνου πολέμου (1746-1753), όπου οι Άγγλοι στρατιώτες (Homards rouges) μάχονταν του Γάλλους πατριώτες.
"Θείος" προορισμός του να χτυπάει ασταμάτητα κι ανελέητα τα κοπάδια των εχθρών του, εξορμώντας από το καταφύγιό του στην καρδιά κάποιου χάρτινου αμερικανικού δάσους. Ελευθερωτής σκλάβων το επάγγελμά του, ένας παλληκαράς.
Στις μάχες του (με τους, εξ ορισμού, κακούς Εγγλέζους) συνοδεύεται από τον πλακατζή "καθηγητή Μυστήριο" (Occutis) και ένα φασαριόζο κι εριστικό πιτσιρικά που θύμιζε, κάπως, Σίρλει Μακ Λέιν στην τρίτη δημοτικού, τον "Ρόντι".
Ποτέ δεν με συγκίνησε ο ΜΠΛΕΚ!
Δεν ήταν ούτε της γενιάς μου, ούτε του γούστου μου!
Ποτέ δεν κατάφερα να διαβάσω καμιά από τις ιστορίες του (ΜΠΛΕΚ), μου φαινόντουσαν (πως να το πω ευγενικά;) άνευ ενδιαφέροντος, κάπως βλακώδεις. Θα αναρωτηθείτε (και δικαίως, φυσικά) οι ιστορίες του ΜΙΚΡΟΥ ΗΡΩΑ, τι ήσαν, ο ΧΑΡΙ ΠΟΤΕΡ της εποχής τους; Όχι, φυσικά, αλλά μου άρεσαν, με συγκίνησαν, έτρεχα σαν τρελός στο περίπτερο, τη μέρα που ήταν να κυκλοφορήσει το νέο τεύχος του. Ε, ήσαν κι ελληνικές οι περιπέτειες του ΜΗ, διαδραματίζονταν στις γειτονιές μας, στους δρόμους μας. Και πλανιόταν, τότε (στα παιδικά μου χρόνια), ένα αίσθημα εκδίκησης για τους "Ράους", τους "κωλο-Γερμαναράδες".
Μου κίνησε το ενδιαφέρον ο ΜΠΛΕΚ μόνο όταν είδα στο ατελιέ του Απτόσογλου τις μολυβωμένες χαρτομακέτες του, οπότε και ξύπνησε μέσα μου το ντετεκτιβικό στοιχείο του ρεπόρτερ-συγγραφέα. Ήταν, βλέπετε, την εποχή που έγραφα ακόμα το βιβλίο εκείνο με την ιστορία των ελληνικών κόμικς για τις εκδόσεις Γρηγόρη.
Χα!
"Ώστε εδώ στο ατελιέ σας φτιάχνεται ο ΜΠΛΕΚ", ρώτησα τον Απτόσογλου.
"Ε, από ένα σημείο κι έπειτα ναι, εδώ μέσα. Δεν ήταν προσχεδιασμένο, απλά έτυχε. Ξεμείναμε από ιστορίες και οι αναγνώστες θέλαν να διαβάσουν κι άλλες".
Μ΄εκείνο και με τ΄άλλο, από τότε (απ΄όταν ο ΜΠΛΕΚ έγινε... ΜΠΛΕΚΗΣ δηλαδή) πέρασαν περισσότερα από είκοσι χρόνια κι εγώ βρίσκομαι στη Βουλιαγμένης, στο κτίριο της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, με μια συνέντευξη υπομάλης, για τον Μαστοράκη και το περιοδικό 9. Θέμα της έχει το ΜΠΛΕΚ. Μέσα στο εικονογραφικό που παραδίδω και δυο από τα σχέδια με μολύβι του πλαστού ΜΠΛΕΚ που μου χάρισε, τότε, ο Byron.
Στο μεταξύ, πέρασαν άλλα 20τόσα χρόνια.
Βρισκόμαστε στο σήμερα: Τετάρτη 10 Ιανουαρίου 2024. Πρωί και χιονιάς. Και σας μεταφέρω ημιπλήρη την συνέντευξη εκείνη του ΜΠΛΕΚ (μαζί με τα σέα της και τα μέα της, φυσικά):
Ο "Μπλεκ"πρωτοεμφανίστηκε στα 1954 στην Ιταλία και ήταν ο χάρτινος ήρωας μιας κοινοπραξίας δημιουργών (των Giovani Sinchetto, Dario Guzzon και Pietro Sartoris) οι οποίοι υπέγραφαν από κοινού τη δουλειά τους με το ψευδώνυμο Essegesse. To GRANDE BLECK δημοσίευσε επί 650 εβδομάδες τις περιπέτειες του.
[...]
Ήταν ο "Μπλεκ", κατά γενική ομολογία, η μεγάλη φίρμα στα παιδικά κόμικς της ελληνικής δεκαετίας του 1970. Το περιοδικό με το όνομά του έφτασε να πουλάει 23.000 τεύχη την εβδομάδα.
[...]
Δεν ήταν ούτε πολύχρωμο, αλλά ούτε και ασπρόμαυρο το περιοδικό "Μπλεκ". Ήταν κάτι ανάμεσα. Με δυο μόνο χρώματα (μαύρο και πορτοκαλί) και τις αποχρώσεις τους δημιουργούσε την ψευδαίσθηση της τατραχρωμίας. Ο επιχρωματισμός του γινόταν στη λεωφόρο Συγγρού 224, στο ατελιέ του κ. Τάκη Μπεβεράτου, που, με φανερή συγκίνηση, γύρισε το ρολόι του 31 χρόνια πίσω:
-Εγώ το ξεκίνησα από το πρώτο τεύχος. Εγώ έφτιαξα και το τελευταίο τεύχος του "Μπλεκ".
-Πότε ξεκινήσατε;
-Πρέπει να ήταν το 1971.
-Τι ακριβώς κάνατε στο "Μπλεκ";
-Τη χρωμολιθογράφηση!
-Τον επιχρωματισμό δηλαδή των σελίδων;
-Ακριβώς!
-Δώστε μας έναν ορισμό για τη χρωμολιθογράφηση, παρακαλώ...
--Χρωμολιθογράφηση είναι η προσθήκη χρώματος σ΄ένα μαύρο, ασπρόμαυρο μάλλον, σκίτσο.
-Και πως γινόταν αυτή η δουλειά; Με χρωμογράφο;
-Μπα, στο χέρι γινόταν. Με έναν δικό μας τρόπο, κάπως πρωτόγονο. Δεν υπήρχαν τότε ηλεκτρονικοί υπολογιστές.
-Τι υπήρχαν;
-Υπήρχαν οι φωτογραφικές κάμερες και τα "κοντακτ" που έκαναν τις φωτογραφήσεις εξ επαφής.
-Μόνο αυτά υπήρχαν;
-Ε! Και τα φιλμς, τα χρωμοφάν, οι ρετουσιέρες... ξέρετε, αυτά τα τραπέζια με το φωτεινό γαλακτώδες τζάμι και τις λάμπες "νεον" από κάτω, τα πινέλα, το άμπντεκ, το νερό, η "λούπα" (μεγεθυντικός φακός δηλαδή), το σπαστό φωτιστικό...
-Κι εσείς, φυσικά...
-Ναι, κι εμείς!
-Τι ακριβώς κάνατε εσείς μ΄όλα αυτά;
-Εμείς κάναμε το εξής: Παίρναμε το μαύρο, το γραμμικό το σκίτσο και το περνούσαμε σε κάτι πυράκια μέσα για να έχουμε συμπτώσεις. Με βάση αυτό αρχίζαμε να δουλεύουμε με το πινέλο και το άμπντεκ...
-Και τι κάνατε μ΄αυτό;
-Κάναμε "μάσκες"!
-Αποκριάτικες;
-Όχι, λιθογραφικές! Οι "μάσκες" ήταν τα σημεία αυτά που σκεπάζαμε με το άμπντεκ...
-Δηλαδή;
-Δηλαδή σκεπάζαμε, καλύπταμε το γύρω γύρω του σκίτσου που δεν είχε δουλειά μέσα. Σκεπάζαμε κι αυτά τα "μπαλονάκια" που έμπαιναν τα γράμματα.
-Σβήνατε, εν ολίγοις, τα ιταλικά λόγια, για να γραφτούν στη συνέχεια τα ελληνικά...
-Ναι, όπως το λέτε.
-Όλα τα κάνατε με άμπντεκ;
-Όχι, μόνο την πρώτη "μάσκα". Τις άλλες "μάσκες" τις κάναμε με "ράστερ".
-Με προκατασκευασμένα αυτοκόλλητα φόντα από "τελίτσες" δηλαδή...
-Να, βλέπετε εδώ; Το δέρμα και το πρόσωπο είναι ένα 20% ράστερ. Τούτο ένα 40-50%, η δεύτερη απόχρωση. Κι ένα 100% πλακάτο, το τελευταίο.
-Για να χρωμολιθογραφηθεί μια σελίδα "Μπλεκ" πόσος χρόνος χρειαζόταν;
-Χρειαζόταν αρκετή ώρα. Εδώ δούλευαν παιδιά που είχαν κάποια κλίση στο σκίτσο, στην καλλιτεχνία ας πούμε, μεταξύ αυτών η γυναίκα μου και η κουνιάδα μου...
-Δηλαδή πόσο χρόνο κάνατε για να επιχρωματίσετε μια πορτοκαλόμαυρη σελίδα "Μπλεκ";
-Μπορούσε μια σελίδα να τελειώσει μέσα σε ένα τέταρτο. Για μια πολύχρωμη επιφάνεια χρειαζόμαστε περίπου μισή ώρα με τρία τέταρτα. Εδώ πρέπει να σας πω το εξής: Δεν γινόταν μία μία σελίδα. Πάνω σ΄ένα μεγαλύτερο ταμπλό κάναμε 4-6 σελίδες συγχρόνως.
-Σε φυσικό μέγεθος;
-Ναι! Πάντα σε φυσικό μέγεθος δουλεύαμε.
[...]
-Πόσα άτομα απασχολούσατε στο ατελιέ σας;
-19 κοπέλες, οι οποίες δούλευαν κατ΄αποκοπήν. Δύο από αυτές ήταν στην Καλών Τεχνών, άλλες από τη Σχολή Βακαλό.
-Που το κύριο προσόν τους ήταν;
-Να "πιάνει" το χέρι τους!
-Εσείς φτιάχνατε και τα εξώφυλλα του "Μπλεκ";
-Ναι! Είχαμε οδηγό το ξένο σκίτσο (αν βέβαια υπήρχε) ή ένα περιληπτικό σημείωμα του εκδότη, ας πούμε, που μας έδινε τις απαραίτητες οδηγίες. Μας έλεγε λ.χ. στα ρούχα του "Μπλεκ" θα 'χει τόσο τοις εκατό μπλε, τόσο τοις εκατό κόκκινο και κίτρινο. Για να γίνει η μίξη των χρωμάτων στην εκτύπωση, η σύμπτωση των χρωμάτων και να μας δώσει τα καφετιά που θέλαμε, ας πούμε.
-Το πορτοκαλί που τυπώνατε τη διχρωμία του "Μπλεκ" ήταν φτιαχτό ή ατόφιο χρώμα;
-Ήταν ατόφιο. Επειδή είχαμε βρει κάποιο πορτοκαλί που μας άρεσε και για να μην έχουμε διαφορές από τεύχος σε τεύχος είχαμε κάνει μια μεγάλη παραγγελία για να ΄χουμε παρακαταθήκη απ΄αυτό. Ήταν ένα καθαρό χρώμα που δεν άλλαζε.
[...]
-Πόσο πουλιόταν στο περίπτερο ένα τεύχος "Μπλεκ";
-Όταν πρωτοβγήκε ο "Μπλεκ" έκανε 2 δραχμές.
-Δηλαδή 0,01 ευρώ;
-Ναι, μόνο 2 δραχμές! Το θυμάμαι αυτό σαν τώρα. Ήταν το πρώτο περιοδικό (κόμικς) που κυκλοφόρησε με τέτοια τιμή. Ένας από τους λόγους που είχε τέτοια διάδοση στ΄αγόρια...
[...]
-Και τη σύνθεση των εξωφύλλων ποιος την έκανε, ο Απτόσογλου;
-Αυτά εδώ; Όχι... Όχι! Αυτά τα επισήμανε ο εκδότης ότι ήταν ωραία, επισήμανε το καρέ κι από αυτό το μικρό καρέ έπαιρνα εγώ την εικόνα, τη μεγέθυνα και τη δούλευα από κει. Δεν υπήρχαν εξώφυλλα.
-Το lettering ποιος το έκανε;
-Ε... ε.., αυτά τα έγραφαν με το χέρι οι κοπέλες.
-Εδώ στο ατελιέ σας;
-Όχι, ο εκδότης (ο Στέλιος Ανεμοδουράς) είχε ένα επιτελείο, το οποίο έκανε αυτή τη δουλειά, το lettering δηλαδή.
-Ένα εξειδικευμένο συνεργείο;
-Ναι, γραφίστες, οι οποίοι ασχολούνταν με τα γράμματα στα "μπαλονάκια", αυτή ήταν η κύρια δουλειά τους.
-Τα "μπαλονάκια" ήταν ορισμένα ή μπορούσε να τα μεγαλώσει κανείς, άμα έπεφτε μεγάλο το κείμενο;
-Τα "μπαλονάκια" τα ξύναμε καμιά φορά στο φιλμ και μεγαλώναμε το περίγραμμά τους, προκειμένου να χωρέσει το κείμενο το ελληνικό.
-Επιχρωματίζοντας τις σελίδες του "Μπλεκ"παρακολουθούσατε και την εξέλιξη της ιστορίας;
-Εγώ προσωπικά, όχι! Χοντρικά μόνο! Πάντως, είχε ενδιαφέρουσες ιστορίες ο "Μπλεκ" κι επειδή τότε, δεν υπήρχαν και άλλα κόμικς περιπέτειας και ήταν και φτηνή η τιμή του κατάφερε κι έγινε το "νούμερο ένα" στα περίπτερα.
[...]
-Από που πήρατε το πρώτο ερέθισμα της χρωμολιθογράφησης;
-Από τον "Φοίνικα"!
-Ο "Φοίνικας" που έβγαζε τα τετράδια με τις Παναγίτσες;
-Ναι! Ο "Φοίνικας", στην Καλλιθέα, ήταν ένα φυτώριο των μετέπειτα λιθογράφων. Ένα πανεπιστήμιο στο είδος του.
-Κι εσείς πως βρεθήκατε στον "Φοίνικα";
-Ο πατέρας μου είχε καφενείο κοντά στο "Φοίνικα" κι εγώ τους πήγαινα τους καφέδες.
-Πείτε μας μια μνήμη σας από τον "Φοίνικα" που θα σας μείνει ανεξίτηλη...
-Οι παλιοί μαστόροι με τα μαύρα πανιά στο κεφάλι.
-Τι μαστόροι ήταν αυτοί;
-Οι ρετουσέρ!
-Και γιατί είχαν μαύρα πανιά στο κεφάλι;
-Σκεπάζονταν με μεγάλα μαύρα πανιά για να μην μάθουν οι βοηθοί την τέχνη τους. Ήταν ο κάλφας και ο βοηθός δεν έπρεπε να δει πως έκανε τον διαχωρισμό, τον επιχρωματισμό, το οτιδήποτε.
-Και πως έβλεπαν να κάνουν τη δουλειά τους;
-Από το φως της ρετουσιέρας! Το ότι έριχναν και κάναν ύπνο κάθε τόσο, είναι σίγουρο. Ποιος μπορούσε να τους δει; Αυτοί έλεγαν, βέβαια, πως βάζουν το μαύρο πανί στα μούτρα τους για να μπορούν να δουλέψουν απερίσπαστοι!
Τρεις σελίδες από πλαστή ιστορία του ΜΠΛΕΚ (σχέδια με μολύβι,τα οποία στη συνέχεια αντιγράφτηκαν με μελάνι, πάνω σε διαφάνεια). Δια χειρός Βύρωνα Απτόσογλου (Byron). Διαστάσεις της κάθε σελίδας 39 Χ 28,5 εκατοστά. Σε χαρτί μπριστόλ. Από το αρχείο μου.