Ήμουν αραχτός σε μια αμμουδερή παραλία κάπου στη Σαρωνίδα, απόμερα, έπινα γουλιά γουλιά τον τούρκικό* μου, ενώ διάβαζα ("ρουφούσα" μάλλον) νουάρ μυθιστορία του Jean-Patrick Manchette (το Νεκροτομείο πλήρες συγκεκριμένα, διαδραματίζεται στα 1970)), οπότε και μου ήρθε μπιτ για μπιτ κατακέφαλη μια καταχωνιασμένη στα άδυτα του εγκεφάλου μου απωλεσθείσα τάχα μνήμη, όταν στις σελίδες 200 και 201 διάβασα αυτά:"[...] πήδηξα στη αποβάθρα, έτρεξα προς την έξοδο. Δεν υπήρχε κάν διατρητής εισιτηρίων όταν πέρασα σαν αστραπή από το χώρο όπου θα έπρεπε να βρίσκεται ένας. [...]".
Διατρητής εισιτηρίων!
Απίστευτο επάγγελμα, εντελώς κόμικς. Και διεθνές!
Ελεγκτής και συνάμα καταστροφέας εισιτηρίων, με ένα ειδικό εργαλείο που έμοιαζε με... συρραπτικό των σπηλαίων και που η μοναδική δουλειά του ήταν να ανοίγει τρύπες στα αλέ ρετούρ εισιτήρια.
Στημένος όρθιος στο βαθύ πράσινο, ξύλινο, σκοτεινό κουβούκλιό που έκλεινε κάθε έξοδο του "ηλεκτρικού", άπλωνε τη χερούκλα του κι άρπαζε από τον εκάστοτε διερχόμενο επιβάτη το εισιτήριο, κι ανάλογα με το αν ήταν όχι μετ΄επιστροφής, του άνοιγε μια τρύπα όσο το κεφάλι ενός μικρού καρφιού (του εισιτηρίου, όχι του επιβάτη) ή το πέταγε στο ειδικό ξύλινο κουτί με τα απορρίμματα εισιτήρια, που βρισκόταν στα αριστερά και κάτω του.
Συναντούσα έναν τέτοιο... εξαγριωμένο τύπο, σ΄αυτά τα δυό-τρία χρόνια (1969-1971), που δούλεψα στις μεταξοτυπίες πορσελάνης, οπότε και παινοερχόμουν καθημερινά από τη Λεωφόρο Αλεξάνδρας που έμενα τότε, στην οδό Γράμμου της Καλλιθέας, όπου ήταν το πρώτο, το αρχικό μεταξοτυπείο του Φουσάρα, προσφέροντας την επιδεξιότητά μου στο... παραβατικό σχέδιο, ως αντιγραφέας πλαστών πορσελάνινων (φαγιάνς) πιάτων και φλιτζανιών τσαγιού.
Ήταν θεόρατος στην όψη, σχεδόν αγριάνθρωπος. Δεν μιλούσε, μούγκριζε τα ελληνικά. Του ξέφευγαν και κάτι χοντρές σταγόνες σάλιου όταν αναγκαζόταν να αρθρώσει κανά-δυό-τρεις το πολύ λέξεις: -Που πας ρε; -Ε, εσύ!
Απότομος στη συμπεριφορά, βίαιος κι αδέξιος. Το ένιωθες αυτό με τον τρόπο που σου άρπαζε το εισιτήριο από το χέρι. Και, συνάμα, φανατικός αναγνώστης, του Σεραφίνο. Τον είχα πιάσει στα πράσα κάποιες μη αιχμής ώρες να είναι βυθισμένος στις σελίδες κάποιου τεύχους του Σεραφίνο. Τόσο που οι λαθρεπιβάτες να κάνουν... πάρτι.
*τούρκικος καφές: Έτσι ονομαζόταν μέχρι την έλευση της Χούντας του Παπαδόπουλου (1967-1974) ο γνωστός σήμερα ως ελληνικός καφές. Μέρος του εθνοπατριωτικού πογκρόμ ελληνικότητας των χουνταίων (όπου το Πασαλιμάνι του Πειραιά έγινε Λιμάνι Ζέας και το Τουρκολίμανο αναβαπτίστηκε σε Μικρολίμανο.
Και μια μέρα των ημερών που λέτε...
Σ' αυτό το βιβλιαράκι μου, το Όταν ο Βάχραμ Γκουρ σκότωσε το δρακόλυκο στο δάσος, το ποίημά για τον διατρητή εισιτηρίων.
Και το ποίημα αυτό καθαυτό (δια του λόγου το αληθές). Εν έτει 1973. Και με πολυτονικό. Ήμουν 22 χρονών.
"Ομαδική φωτογραφία" με το ρόστερ του Studio Bierreci. Από αριστερά προς τα δεξιά όπως κοιτάζουμε την εικόνα: Carlo Chendi, Luciano Bottaro, Maria Luisa Uggetti, Ivo Milazzo, Giancarlo Berardi, Antonio Canale, Egidio Gherlizza (ο μπαμπάς του Σεραφίνο), Tiberio Colantuoni, Giorgio Rebuffi και Enzo Marciante. Την φωτογραφία "τράβηξε" (σκιτσάρισε) (από το LIGURIA ASTRI, 1976).
ΣΕΡΑΦΙΝΟ (SERAFINO):Ιταλικό κόμικς περιοδικό με πρωταγωνιστή ήρωά του τον ΣΕΡΑΦΙΝΟ, ένα άστεγο καλόκαρδο αλητάκο, που αρχικά είχε τη μορφή ανθρωπόμορφου καγκουρό, και σκύλου μετά το 1952. Πρωτοκυκλοφόρησε στην Ιταλία στα 1948 και γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Δημιούργημα του σχεδιαστή Egidio Gherlizza. Η έκδοσή του διακόπηκε μετά το θάνατο του δημιουργού του. Στην Ελλάδα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις ΚΑΜΠΑΝΑ το 1969 και σταμάτησε να εκδίδεται το 1992. Χαζόπραμα!