Γεννήθηκα έτσι, το έχω στο dna μου.
Είμαι άνθρωπος της εικόνας.
Και του κωμικού.
Από παιδί ακόμα.
Όταν έπιανα στα χέρια μου το καινούργιο ΡΟΜΑΝΤΣΟ*,αναζητούσα, με ανείπωτη λαχτάρα, μέσα στις σελίδες του τις διάσπαρτες γελοιογραφίες του Χριστοδούλου, του Πολενάκη, του Αρχέλαου και του Παύλου Παυλίδη.
Και μετά διάβαζα περιχαρής τα ευθυμογραφήματα του Νίκου Τσιφόρου και του Πολύβιου Βασιλειάδη.
Έτσι, δεν είχα παρά να ακολουθήσω το… πεπρωμένο μου.
Οπότε:
Τέλειωσα (… κακήν-καλώς) το ΚΟΛΕΓΙΟ ΒΑΚΑΛΟ (έχοντας καθηγητή στο ελεύθερο σχέδιο τον Παναγιώτη Τέτση για τρία χρόνια, ενώ από την Ελένη Βακαλό μυήθηκα στην ιστορία της Τέχνης).
Δούλεψα για ένα 6μηνο στο ατελιέ του Παύλου Βαλασάκη (εκεί κοντά στο άγαλμα του Κολοκοτρώνη), την εποχή που εικονογραφούσε ακόμα ΚΛΑΣΣΙΚΑ ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΑ. Τι έκανα εκεί; Ήμουν το "παιδί για όλες τις δουλειές" (πήγαιν-έλα στα τυπογραφεία, έφερνα δείγματα χαρτιών από τον Διονυσσόπουλο, έκανα τα ψώνια για το σπίτι του,τις πληρωμές ΔΕΚΟ και Ταμείου Εμπόρων, και, φυσικά, σήκωνα τα τηλέφωνα, αλλά με το πινελάκι μου έκανα και κάποια φόντα μελανώματα στα κόμικς που σκάρωνε).
Ταξίδεψα στην Ιταλία (εποχής MALE και LINUS), γράφτηκα στη BEAUX ARTS κι έμεινα (σε δική «μου» σοφίτα) στο Παρίσι, όταν μεσουρανούσαν το L’ ECHO DES SAVANES**, το HARAKIRI, το METAL HURLANT (όπου και ο Mœbius) και το CHARLIE HEBDO (στο ξεκίνημά του). Πήρα άπειρες εικόνες, απίστευτες δόσεις, κάηκε ο εγκέφαλός μου εκεί, έγινε παρανάλωμα των αλλεπάλληλων οβερντόουζ.
Εργάστηκα ως εξωτερικός συνεργάτης στο περιοδικό ΠΑΝΘΕΟΝ (εκεί γνώρισα τον Αρχέλαο), και στον ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ (όπου, μεταξύ άλλων, έφτιαχνα το λέττερινγκ του SNOOPY), αρθρογραφούσα στην ΚΟΛΟΥΜΠΡΑ (οπότε και γνωρίστηκα σε μια συνέντευξη με τον Πολενάκη και… δοθείσης της ευκαιρίας σκάρωσα το αλμπουμάκι με τον ΠΙΠΗ ΠΑΠΙΑ), είχα και την τύχη να ζήσω (εκ των έσωθεν) αυτή την άνοιξη των κόμικς στα περιοδικά του Γιώργου Μπαζίνα (μικρο και μεγάλο ΠΑΡΑΠΕΝΤΕ, ΕΠΟΜΕΝΗ ΜΕΡΑ, ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΟΣ ΠΛΑΝΗΤΗΣ).
Μέχρι και εκδότης (μικροεκδότης, για την ακρίβεια) έγινα για χάρη της εικονολατρείας μου.
Αρχικά, συνεκδότης με τον Λεωνίδα Χρηστάκη, με το ΜΙΚΡΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΗ.
Έπειτα με την ΠΡΑΣΙΝΗ ΓΑΤΑ.
Κατόπιν με το trade mark προσωπείο της MARIA PENTAGIOTISSA PRESS (όπου τα 2 πανέμορφα αλμπουμάκια με τους FREACΚ BROTHERS και το ονειρικό εκείνο FILIPPINO FOOD).
Και να που τα έφερε έτσι η ζωή και (άκουσον άκουσον) βρέθηκε κάποιος να με πληρώνει σχεδόν αδρά για να διασκευάσω τον λατρεμένο μου Νίκο Τσιφόρο (graphic novel ΣΤΗΒ, ΤΟ ΧΑΡΟΥΜΕΝΟ ΚΑΘΑΡΜΑ).
Και μετά τα κόμικς DOSSIEROSSI και ΟΙ ΡΙΓΑΔΕΣ με τον Δημήτρη τον Καλπέρη. Μα και η ΡΙΤΑ και ο ΒΖΖΖΝ, Ο ΓΑΤΟΜΥΓΑΚΟΣ με την Κατερίνα την Αγγελοκωνσταντή.
Και τα λοιπά και τα λοιπά! (ΧΑΡΑΚΙΡΙ και άλλα).
Α! Παρέλειψα, δε, να σας πω πως προς στιγμήν έγινα και κάτι σαν ημιεκατομυριούχος χάρης στα κόμικς.
Έπιασα στα χέρια μου ένα μυθικό (για τα μεγέθη μου) ποσόν. Και, μάλιστα, για ένα βιβλίο που δεν κυκλοφόρησε ποτέ (το λογόκρινε ένας ζηλωτής, καθηγητής Θεολογίας)
Αλήθεια σας λέω.
Περισσότερα εν καιρώ…
(βλέπε Κόμικς Φαιστού 4 και κάτι ψιλά...)
Καφέ με τον Γιάννη (Stilos), στο συμπαθητικό cafe MOTIV , κάπου στο Παγκράτι. Χαζεύοντας, διαβάζοντας, χάσκοντας στις εικόνες ενός μαγικού βιβλίου (A CASTLE IN ENGLAND ο τίτλος του), ενός σπουδαίου εικονογράφου (του Jamie Rhodes),από έναν σημαντικό εκδοτικό οίκο (nobrow). 18 Απριλίου '23 (λίγο πριν το σούρουπο).
Φθινόπωρο του 1973: Όταν κυκλοφορούσε στα παρισινά κιόσκια το L’ ECHO DES SAVANES. Ήμουν 22 χρονών.
Εγώ αυτοπροσώπως! Από χαρτί και μπλε μελάνι BIC. Δια χειρός Έλλης (της εξάχρονης εγγονής μου). 10 Ιανουαρίου 2025, Καστέλλα (Πειραιάς). Βραδάκι.
Μεγάλη Παρασκευή '25, με φόντο τον πορτοκαλί... πυρηνικό όλεθρο!